- πολυφήμου
- πολύφημοςabounding in songs and legendsmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πολυφήμου — Πολύφημος abounding in songs and legends masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλάτεια — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νηρηίδα, κόρη του Νηρέα και της Δωρίδας, αγαπημένη του κύκλωπα Πολύφημου και μητέρα του γιου του, Γαλάτη, γενάρχη των Γαλατών. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Γ. δεν ήθελε τον έρωτα του Πολύφημου γιατί αγαπούσε τον… … Dictionary of Greek
Δάρδανος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιλλυριού και εγγονός του Κύκλωπα Πολύφημου και της Γαλάτειας. Από τον Δ. είχε αποκληθεί Δαρδανία η Ιλλυρία,που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Αλβανίας.Αργότερα, η χώρα ονομάστηκε πάλι Ιλλυρία. 2. Γιος… … Dictionary of Greek
Θόωσα — Θόωσα, ἡ (Α) [θοός] μόνο ως κύριο όν.. νύμφη, κόρη τού Φόρκυνος, μητέρα τού Κύκλωπα Πολυφήμου, προσωποποίηση τής ταχύτητας … Dictionary of Greek
Φόρκυς — Θαλασσινός θεός της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που αναφέρεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια ως πατέρας της Θοόσης, μητέρας του Πολύφημου. Με το όνομά του ήταν γνωστό ένα λιμάνι στην Ιθάκη. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησιόδου, ήταν γιος του Πόντου… … Dictionary of Greek
ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε … Dictionary of Greek
πολυφημία — η, ΝΑ [πολύφημος] η ιδιότητα τού πολύφημου, το να έχει κανείς μεγάλη φήμη είτε καλή είτε κακή … Dictionary of Greek
φιλόξενος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής διθυράμβων από τα Κύθηρα (435 – 380 ή 379). Όταν οι Αθηναίοι κυρίευσαν την πατρίδα του, μεταφέρθηκε στην Αθήνα αιχμάλωτος και έγινε αρχικά δούλος και έπειτα απελεύθερος του διθυραμβοποιού Μελανιππίδη.… … Dictionary of Greek
γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… … Dictionary of Greek
Γκόνγκορα ι Αργκότε, Λουίς ντε- — (Luis de Gongora y Argote, Κόρντομπα 1561 – 1627).Ισπανός ποιητής. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα, χειροτονήθηκε κληρικός και υπηρέτησε στη μητρόπολη της πατρίδας του. Το 1617 στη Μαδρίτη, όπου εγκαταστάθηκε, έγινε ιερέας του… … Dictionary of Greek